Άη Κομμένο

Της Άσβεστης Μνήμης

Ο ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ

Δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά είχα πάθος με τα στιχάκια. Πέντε λέξεις να ’χα, τις έβαζα στη σειρά και τις έκανα στίχο. Αλλά φαίνεται πως ήταν κι η εποχή τέτοια. Γιατί δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που για ψύλλου πήδημα εκφράζονταν με στίχους μονάχα κι είχαν φήμη κι απ’ τους άλλους ξεχώριζαν και μάζευαν τη μαρίδα τριγύρω τους και την έκαναν ν’ ακούει άλλοτε με το στόμα ανοιχτό ιστορίες σε στίχους κι άλλοτε στα γέλια να λύνεται με τη μαστοριά και τ’ αστεία τους.

Και στριμωχνόμουν ανάμεσά τους κι εγώ και κατέγραφα μέσα μου αυτή τη μαγεία της τέχνης τους και περίμενα να ’ρθει μια μέρα η σειρά μου.

«Βλέπω πλατάνους υψηλούς, κορνοφωλέας εις αυτούς», έλεγε μεγαλόστομα αίφνης ο Κώτσιος. Θεός! Κι επαναλαμβάναμε συχνά κι εμείς ως κάτι μοναδικό τούτη την ομοιοκαταληξία του. «Αρνάκι άσπρο και παχύ, της μάνας το καμάρι», είπε κάποτε μεγαλόφωνα ο κύριος επιθεωρητής και κοντέψαμε να κατουρηθούμε απ’ τα γέλια. «Μια φορά κι έναν καιρό, σε ποτάμι δροσερό, του Πανάγου το γομάρι πάει να πιει κρύο νερό», παράφραζε κάπως ο Πίπης. Αγαλλίαση! Και να μετά τα παιδιά να λένε και να ξαναλένε τους στίχους του και να δοκιμάζουν κι αυτά να σκαρώσουν καμιάν ιστορία σαν κι εκείνες του Πίπη.

 

Ό,τι έμαθα κι εγώ να προφέρω τις πρώτες μου λέξεις κι άλλο δεν έκανα παρά να ψάχνω για ρυθμούς και για ρίμες. Και πολύ το βασάνιζα το μυαλό μου για να ’ναι οι στίχοι μου σαν του Κώτσιου και σαν του Πίπη, που τους είχαν περί πολλού τα παιδιά. Κι έτρεχα από εδώ κι από εκεί κι έφερνα γύρω σα σβούρα και τσίριζα και μου ’βγαλαν παραγκώμι τ’ αδέρφια μου και με φώναζαν Σβούρα και με πείραζαν ολοένα και θύμωνα εγώ κι αμυνόμουν «άντε χέσε μωρ’ σαβούρα, π’ θα με πεις εμέναν σβούρα». Και δώσ’ του πειράγματα αυτά για να θυμώνω εγώ πιο πολύ και να τους απαντώ με στιχάκια: «Μη τον π’ράζ’τι του Σταυρούλ’. Θα το μετανιώσ’τι ούλ’».

Ύστερα πέρασαν λίγο τα χρόνια, μάθαμε πέντε γκλίτσες γράμματα, μας πέταξαν στα χωράφια να φυλάμε τα γίδια, μας αγόρασαν κι ένα τρανζίστορ κι ακούγαμε ωραίους πια στίχους του Κώστα Βίρβου και της Σοφίας Παπαγιαννοπούλου, έπαιρνα να βελτιώνω κάπως κι εγώ τις δικές μου επιτυχίες κι ονειρευόμουν να παρατήσω κάποτε τα κατσίκια και να γράφω στιχάκια για να τα κάνουν τραγούδια, αλλά δε μου ’βγαιναν οι λέξεις ποτέ τους ολόκληρες, δε με πείραζε αυτό και πολύ, πού θα πάει, έλεγα με το νου μου, θα φύγω μια μέρα και θα πάω στο στρατό, το μεγάλο σχολειό, κι εκεί θα βρεθεί κανένας που να ξέρει απ’ αυτά και θα δει την αξία μου και θα με πάρει μαζί του να με κάνει μεγάλο, ο καλύτερος, έλεγα, στιχουργός θα γίνω μια μέρα, ώσπου ήρθε εκείνο το μοιραίο γράμμα του φίλου μου του Σωκράτη και με σφράγισε κι έκλεισα σα στιχουργός από τότε.

 

Χειμώνας. Παγερό κρύο που τρυπούσε τα κόκαλα κι άγριο αγέρι που βίτσιζε το πρόσωπο και τα χέρια. Στην ομίχλη πνιγμένο και μουντό το στρατόπεδο στο Ηράκλειο της Κρήτης. Στο φυλάκιο πέρναγε γρήγορα η μέρα κι ήταν οι νύχτες του ατέλειωτες. Πέταγε τ’ αεροπλάνο των οχτώ και το κοιτάγαμε με παράπονο κι εκλιπαρούσαμε «αχ! πότε, άγιο πουλί, θα μας πάρεις κι εμάς». Χτύπαγε η κόρνα του πλοίου που σήκωνε άγκυρα για τον Περαία και του φωνάζαμε σχεδόν κλαίγοντας: «στάσου, άγιο δελφίνι, κι ερχόμαστε». Αλλά την άλλη μέρα τα ίδια ξανά. Πού καιρός κι όρεξη και πού λέξεις να σκαρώσω ένα στίχο, να ημερέψω τον πόνο μου!

Πέρασαν τα Χριστούγεννα, μπήκε ο Γενάρης, φύγαν οι αξιωματικοί με άδεια, γύρισαν, γύρισαν κι οι φαντάροι που είχαν μπαρμπάδες μ’ αστέρια στο επιτελείο και τους έδωσαν άδειες, εμείς στο φυλάκιο Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά στο φυλάκιο, ρέψαμε, έγινε το μάτι γαρίδα κι αγριέψαμε και λέγαμε αμάν να γίνει κάτι να μας λυπηθεί ο θεός και να πατήσουμε το ποδάρι μας στο βαπόρι, να ξεφύγουμε λίγο και να δούμε πώς είναι και πώς ζει ο κόσμος απέξω. Τίποτα! Λαβαίναμε πού και πού κανένα γράμμα και το διαβάζαμε δυνατά να τ’ ακούνε κι οι άλλοι, λες κι ήταν όλα εκεί πέρα κοινά, κοινή κι η καρδιά μας, ακόμα κι οι χτύποι της!

 

Κι ήρθε ένα μεσημέρι του Σωκράτη το γράμμα. Τ’ άνοιξα με λαχτάρα. Ξεκίναγε με τα γνωστά. «Αγαπητέ και φίλτατε Σταύρο, υγείαν έχομε, υγείαν επιθυμούμε και δι’ υμάς». Με ενημέρωσε για όλα: τα χωράφια του, τα κατσίκια του, τις γελάδες του, τις κοπέλες του χωριού που τον θέλουν, μου ’γραψε πως έχω χαιρετισμούς απ’ τα ξαδέρφια μου, τους μπαρμπάδες, τους φίλους μου κι απ’ όλους τους χωριανούς κι έκλεισε, ο μπαγάσας, το γράμμα του με δαυλί που μ’ έκαψε και με τσουρούφλισε: «να μην αλησμονήσω, μάθε πως η Λέν’ η γειτόν’σσα μ’, ρωτάει άκοπα για σένα κι άκ’σα πως σε θέλ’ κιόλας».

Τι το ’θελε ο ευλογημένος αυτό το τελευταίο! Δεν πα να φύσαγαν οι βοριάδες και δεν πα να μάνιωνε το κρύο, φούντωσε η πυρκαγιά μέσα μου και δε με κράταγε τίποτα. Γιατί η Λένη η γειτονοπούλα του είχε καιρό που μου την άναψε τη φωτιά και με κράταγε, πριν φύγω φαντάρος, αιχμάλωτο στο σπίτι του Σωκράτη. Κι όταν έβγαινε στην αυλή της, έβγαινα στο δρόμο κι εγώ και πέρναγα δίπλα της και της έκλεινα το μάτι και της σφύριζα και της γελούσα και περίμενα ο έρμος να μου πει ένα ναι ή να μου στείλει χαμπέρι με το Σωκράτη. Να τ’ ακούσω περίμενα τότε, γραμμένο μου το ’στειλε ο Σωκράτης μετά. Τι να κάνω; Το ’χαψα αμέσως κι ούτε λογάριασα μην ήθελε να παίξει ο Σωκράτης μαζί μου, να μου κάνει καμιά πλάκα σαν κι αυτές που συνηθίζαμε τα παιδιά ή να μου γλυκάνει λίγο τις άγριες και πικρές μέρες μου.

Δε με κράταγε τίποτα! Περισσότερο όταν άρχισε να πέφτει το πρώτο σκοτάδι κι άφησα το θάλαμο για να πάω στη σκοπιά μου. Σφύριξε τ’ άγιο πουλί και σηκώθηκε. Και σηκώθηκε μέσα μου επανάσταση και σφύριξαν τα τελευταία λόγια του Σωκράτη και κόλλησε στο μυαλό μου το γλυκό προσωπάκι της Λένης, τα μαύρα μαλλιά της, το λυγερό της κορμί, τα παιχνιδιάρικα μάτια της, το ναζιάρικο λίκνισμά της, πεδίο βολής η ψυχή μου και πλαγιά που ’σκαγαν πάνω της πολυβόλα κι οβίδες, κοιτάω το ρολόι μου, όπου να ’ναι θα σήκωνε άγκυρα τ’ άγιο δελφίνι, σάλεψε το μυαλό μου, παρατάω το σκοπιά μου, μπαίνω στο θάλαμο, παρατάω το τουφέκι μου, ρίχνω στις πλάτες μια χλαίνη, βγαίνω στο δρόμο και τρέχω, πήγε να με πατήσει μια κούρσα, αδερφέ, του λέω, πεθαίνει η γιαγιά μου, γρήγορα στο παπόρι, τι να κάνει ο χριστιανός, μ’ είδε όπως μ’ είδε, με πίστεψε, βούιξε το παπόρι, πετάχτηκα μέσα σα σίφουνας, τώρα, λέω, πήγαινέ με όπου πας, κι ο θεός βοηθός.

Όλη νύχτα στη θάλασσα, στο κατάστρωμα, πού ύπνος και πού ησυχία, χτύπαγαν τα κύματα πάνω στο σκαρί και τιναζότανε πέρα εκείνο, αλλού ήθελε να πάει, αλλού το πήγαινε ο αέρας, με τίναζε εμένα το ενδιαφέρον της Λένης που μ’ ήθελε και θόλωνε πιο πολύ το μυαλό μου, με χίλια ζόρια φτάσαμε το πρωί στον Περαία, άνοιξε η πόρτα, πετάχτηκα έξω, ταξί, λεωφορείο και δώσ’ του για το χωριό, ούτε σπίτι, ούτε φίλους, ούτε τίποτα, κατευθείαν στη Λενιώ, το πιάνω στην πόρτα της και περιμένω.

 

Κοκάλωσα σαν την είδα να κλείνει την πόρτα της και να ’ρχεται καταπάνω μου. Χαμόγελα μου ’ρθαν και λόγια γλυκά να της πω. Κοντοστάθηκε αμήχανη εκείνη.

- Λενιώ μ’, ήρθα για σένα, της φώναξα τρέμοντας.

Με κοίταξε άγρια. Μαχαιριά μου ’δωσε! Κοίταξε γύρω της. Φωνή πουθενά.

- Λενιώ μ’, σε θέλω κι εγώ και θα να ’ρθω να σε χαλιέψω, ξαναφώναξα κι έτρεμα πιο πολύ.

- Άι παιδάκι μ’, τράβα παραπέρα, χαμένο το ’χ’ς, δεν ξέρ’ς πως είμαι αρραβωνιασμέν’; μου σφύριξε και με προσπέρασε.

- Αρραβωνιασμέν’; πήγα να πω, μα πνίγηκε η φωνή μου και μου φάνηκε πως κατέβαιναν με δύναμη χέρια απ’ τον ουρανό και μου ’σκαγαν χαστούκια στα μάγουλα και τα ’καναν παπαρούνα και κόσκινο.

Πού να πάω; Και τι να πω; Σε κανέναν δε φανερώθηκα, στο λεωφορείο ξανά κι επιστροφή στο φυλάκιο, στο κρύο, στο βοριά και στο χιόνι, σκούζοντας από μέσα μου και φωνάζοντας «αχ, μωρέ Σωκράτ’, τι ήταν αυτό π’ μο ’κανες!».

Εγκατάλειψη θέσης, αποφάνθηκε ωρυόμενος ο διοικητής μου. Θα σε στείλω στρατοδικείο, μου γκάριξε. Στρατοδικείο στείλε με, στο χωριό μη με στείλ’ς, απαντούσα από μέσα μου κι έκλαιγε η ψυχή μου και σπάραζε. Δεν πέρασε μήνας όταν στάθηκα μπροστά στο στρατοδίκη.

- Γιατί, παιδί μου, εγκατέλειψες τη θέση σου; με ρωτά.

- Ο Σωκράτ’ς, κύριε συνταγματάρχα, βγήκε με λυγμό η φωνή μου.

- Ποιος Σωκράτης, παιδί μου; Ο φιλόσοφος; Σοβαρά το ’πε, με ειρωνεύτηκε, δεν κατάλαβα.

- Ο Σωκράτ’ς, αυτός, είπα κι εγώ εντελώς στα χαμένα.

- Διαβάζεις Σωκράτη; συνέχιζε εκείνος τα ίδια.

- Μο ’στ’λε ένα γράμμα και το διάβασα και…

- Ποιος, παιδί μου, σου ’στειλε γράμμα; ρώτησε παίζοντας με τον πόνο μου. Ο Σωκράτης ο φιλόσοφος;

- Αυτός ο Σωκράτ’ς απ’ το χωριό, αυτός με πήρε στο λαιμό τ’…

Μπλέχτηκαν και στράβωσαν για λίγο τα πράγματα, μπήκε κάποιος άλλος στη μέση και τα ’φερε πάλι στα ίσια, είπαν εκείνοι διάφορα, με διέταξαν να πω κι εγώ την ιστορία απ’ την αρχή ως το τέλος, την είπα με κάθε της λεπτομέρεια, για τρεις μέρες έφυγα, τρεις μήνες έφαγα, το ’πια με το ζουμί μου κι έβριζα κάθε πρωί το Σωκράτη, ώσπου ξεχείλισε το ποτήρι μου κι έκατσα κι έγραψα τούτη τη μικρή και παράξενη ιστορία σε στίχους κι ηρέμησα ύστερα κι έκλεισα σα στιχουργός από τότε.


Τ’ Σωκράτ’ το χαμπέρ’

Λαβώθ’κα, π’ λιες, απ’ τ’ Λέν’

στ’ σκοπιά μ’ στου ξεροβόρ’.

Φουράω κι ιγώ μια χλαίν’

κι πάω για του παπόρ’.

 

Με τσάκ’σι ου έρωτάς τ’ς

κι μ’ έκανε κουρέλ’

σα μο’ γραψ’ ου Σωκράτ’ς

πως η Λινιώ με θέλ’.

 

Κι σ’ ούλο το ταξίδ’

μ’ φαινόταν πως με τ’νάζ’

του μάτ’ τ’ς, τ’ αχείλ’, του φρύδ’

κι τ’ς περπατ’σιάς τ’ς το νάζ’.

 

Στ’ ποριά τ’ς στήνω καρτέρ’

νη βλέπω, σκίσ’κε η ψ’χή μ’!

Λινιώ μ’, σε θέλω ταίρ’,

τ’ς φωνάζω σαν αγρίμ’.

 

Με κ’τάει – ζαβό του μάτ’!

και με χουγιάζ’ η Λέν’!

άε τράβα παρακάτ’,

κι είμ’ αρραβωνιασμέν’.

 

Μου ’ρθ’ ο ουρανός σφοντύλ’

κι μ’ κόπ’κε τ’ άντερό μ’!

σκουπίδ’ η ψ’χή μ’ και φ’τίλ’

να σκούζ’ σε μια άκρια τ’ δρόμ’.

 

Μες στ’ φάκα σαν ποντίκ’

να κλαίω μετά χωρ’ς κράτ’

μπροστά στο στρατοδίκ’

τι μο ’κανες, Σωκράτ’!  

 

(Από τη συλλογή «Πηγάδια και πήγασοι, αφηγήματα της δραχμούλας») Δ. Βλαχοπάν

Σοφά Λόγια

Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκανεν εις ανθρώπους κακορίζικους, όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης.

Μακρυγιάννης.

Εκδηλώσεις

ekdiloseis1

Καιρός

kairos

Στο Κομμένο τώρα

 © 2016 Ηλίας