Ένα παιδί του Κομμένου θυμάται
Αντί αφιερώματος στην 28η Οκτωβρίου 1940
Ήμουν οκτώ χρονών τότε. Το σπίτι μας στην άκρη του χωριού. Ο πατέρας, η μάνα, εγώ και τα δύο μου αδέρφια. Μαζί με τους μπαρμπάδες, θείες, ξαδέρφια ήμασταν όλοι κι όλοι τριάντα δύο. Μια γειτονιά. Σκοτώθηκαν είκοσι τρεις και μείναμε οι άλλοι εννιά. Κι απ’ τους εννιά τα εφτά ήμασταν όλα παιδιά, δηλαδή αγόρια.
Λίγες μέρες πριν τη σφαγή, πέρασε ο Γερμανός αξιωματικός έξω απ’ το σπίτι μας, ερχόμενος απ’ την Κόπραινα. Είπαν άλλοι πως έχασε το δρόμο του και βρέθηκε στο χωριό μας. Άλλοι πως ήταν καρφωτή κι ήρθε να δει. Ο δρόμος του περνούσε απ’ τα σπίτια μας. Σε δέκα λεπτά, ένα τέταρτο το πολύ, τον είδαμε να γυρίζει. Τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα κι όσο να ’ναι, είδαμε αυτοκίνητο, βγήκαμε να δούμε τι ήθελε.
Τη Δευτέρα 16 Αυγούστου ξύπνησα πρωί, δεν είχε βγει ο ήλιος. Ήρθαν αυτοί και πήγα κοντά τους να δω τι θέλουν. Γιατί όταν έφτασαν στο χωριό, πήγαιναν δυο – δυο, τρεις – τρεις και ετοιμάζονταν για τη σφαγή. Έπιαναν τα διάφορα σημεία στις άκρες του χωριού για να μην τους ξεφύγει κανένας. Όταν ήρθαν κοντά στο σπίτι μας κι έστηναν στη γωνία το πολυβόλο τους, εγώ πήγα κοντά τους, πέντε μέτρα, δέκα, αλλά δεν είχε δοθεί ακόμα το σύνθημα. Δε φοβήθηκα, αλλά και δε μου πήγε στο νου τι ήθελαν να κάνουν, κάτι ψάχνουν, είπα από μέσα μου. Μόλις δόθηκε το σύνθημα με τρεις διακριτικές βολές, εγώ πρόλαβα κι έφυγα. Κι άρχισαν αυτοί μετά να βαρούν. Πρώτα σκότωσαν μια θεια μου, λίγο πιο έξω απ’ τα σπίτια. Ύστερα σκότωσαν τον μπάρμπα μου τον Αποστόλη. Την ώρα που στήνανε το πολυβόλο και είχε ήδη δοθεί το σύνθημα, πήγε κι αυτός να δει. Βρέθηκε σε κοντινή απόσταση, μία κι όξω. Εκεί τον είδε μια κοπέλα του κι ήρθε στο σπίτι το δικό μας. Μπάρμπα, λέει στον πατέρα μου, σκότωσαν τον πατέρα μου. Φωνάζει ο δικός μου τη μάνα μου, συμμάζεψε, της λέει, τα παιδιά, μπορεί να σκοτώνουν τους άντρες. Η μάνα μου μας συμμάζευε, αλλά τον πατέρα μου τον είδαν αυτοί κι άρχισαν να βάλλουν με το πολυβόλο, έτρεξε εκείνος κι απ’ τα πολλά χάθηκε. Από κοντά του ακολούθησα εγώ, με είδαν κι έβαλλαν με το πολυβόλο εναντίον μου, ολόκληρη ριπή πέρασε από πάνω μου, μια σφαίρα με πήρε ξυστά στον αριστερό κρόταφο, για να σωθώ έπεσα μες στο χαντάκι κι εκεί αποκοιμήθηκα. Πώς έγινε αυτό, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Σε απόσταση δέκα μέτρων πέρασε η μάνα μου με τα δύο μου αδέρφια και μου φώναζε, γιατί με είδε πού έπεσα. Αλλά εγώ δεν ξύπνησα.
Σηκώθηκα όταν χτύπησε η καμπάνα κι έκαναν αρχή να συγκεντρώνονται. Πηγαίνω μέχρι το σπίτι, δεν είδα κανέναν. Το σπίτι δεν είχε καεί ακόμα, δεν είχε περάσει το τελευταίο απόσπασμα που έβαζε τις φωτιές. Εκείνη την ώρα ήρθε κάποιος απ’ το Κομπότι, είδε τις φωτιές από το χωριό του κι ήρθε να δει τι έγινε, γιατί είχε αδερφή παντρεμένη στο χωριό, ήρθε να δει αν ζει κανένας από τους δικούς του. Όταν τον πλησίασα, εκείνη τη στιγμή περνούσε η τελευταία ομάδα των Γερμανών που έβαλε και φωτιά στο σπίτι. Μπορεί να μας είδαν, αλλά είχε δοθεί το σύνθημα να φύγουν και δεν έδιναν τώρα σημασία, ήθελαν να φύγουν. Μου ζήτησε ο άνθρωπος αυτός να τον πάω στο σπίτι της αδερφής του. Τον πατέρα μου τον είχα δει να φεύγει. Έξω απ’ το σπίτι βρίσκονταν οχτώ σκοτωμένοι. Μεταξύ αυτών η μάνα μου και τα δύο μου αδέρφια. Γύρω – γύρω ήταν σκοτωμένοι και οι άλλοι συγγενείς μου, μπαρμπάδες, θείες, ξαδέρφια. Τα ’χα χαμένα. Χαμένα πράγματα. Ένα παιδί οχτώ χρονών χαμένο σχεδόν που έβλεπα από εδώ κι από εκεί, είναι πώς να το πω, είναι σαν να βρίσκεσαι αλλού. Να βλέπεις τα αδέρφια σου, εδώ τον μπάρμπα σου, εκεί τα ξαδέρφια σου, ήταν κάτι που δεν μπορείς να το συγκρίνεις.
Προχωρώντας από εκεί, έψαχνα στη γειτονιά μη βρω κανέναν ζωντανό. Τίποτε. Όλοι σκοτωμένοι. Φτάσαμε στο σπίτι του Γιάννη Ζορμπά. Εκεί ήταν η γυναίκα του σκοτωμένη κι ένα παιδί του που το έλεγαν Γιώργο. Αυτό είχε ιδιόμορφο κεφάλι. Το έκοψαν οι Γερμανοί και το κάρφωσαν σ’ έναν πάσσαλο. Περνώντας απ’ το στενό δρομάκι βγήκαμε στο σπίτι του Αριστείδη Κοντογιάννη. Εκεί ήταν όλοι σκοτωμένοι. Κοντά σε μια ροδιά ήταν η Χριστίνα. Ζωντανή. Μόλις είδε Έλληνες, βγήκε να δει. Κι αυτή μικρή ήταν… Τι έγιναν οι δικοί σου, ρώτησε ο Κομποταίος. Τους σκότωσαν όλους, απάντησε. Κι εσύ; Εγώ έμεινα μόνη μου, του απάντησε. Προχωρήσαμε και είδαμε την οικογένεια του Τάτση Διαμαντή, όλοι σκοτωμένοι. Από εκεί βγήκαμε στην πλατεία. Εκεί βρήκα τον Κώτσιο Πατήλα. Άφησα τον Κομποταίο και πήγα μαζί του. Του ζήτησα νερό, δίψασα. Πήγαμε σπίτι του. Ήταν εκεί σκοτωμένη η γυναίκα του με τα δύο του κορίτσια. Κι δίπλα σκοτωμένος ο πρόεδρος ο Λάμπρος Ζορμπάς, κομμένος στη μέση. Τον έκοψαν με ξιφολόγχη, γιατί ήταν βγαλμένα τα έντερά του έξω. Λίγο πιο εκεί, ήταν η γυναίκα του Τσιμούκη σκοτωμένη με το παιδί στην αγκαλιά, σκοτωμένο κι αυτό. Τώρα, τη σκότωσαν πρώτα κι ύστερα της έβγαλαν το παιδί, την έσκισαν πρώτα κι έβγαλαν το παιδί, δεν ξέρω. Πιο δίπλα ήταν το παιδί του παπά, ακουμπισμένο στο φράχτη. Αν το ’βλεπες από λίγο μακριά, δεν καταλάβαινες ότι είναι σκοτωμένο. Συνεχίσαμε και φτάσαμε στο σπίτι του Βασίλη Κολιοκώτση, όλοι σκοτωμένοι κι εκεί. Τι να δεις; Παντού τα ίδια. Σκοτωμένοι, άλλος στο δρόμο, άλλος στην αυλή, άλλος στο χαντάκι… Περάσαμε απ’ το σπίτι του Παπαζώη. Του είχαν βγάλει το δέρμα όσο έπιαναν τα γένια του και το πέταξαν δίπλα του. Τον γδάρανε. Εκείνη την ώρα καιγόταν. Από εκεί βγήκαμε στου Χρήστου Κολιοκώτση. Εκεί ήταν σκοτωμένος ο Θύμιο Κολιοκώτσης, οι κοπέλες του Χρήστου Κολιοκώτση, δίπλα η οικογένεια του Στάθη Κολιοκώτση, σκοτωμένοι όλοι, κι ένα μωρό που ήταν στην κούνια του, τριών μηνών, του είχαν βαμπάκι στο στόμα του.
Βρήκα μετά τον ξάδερφό μου το Χριστόφορο, που έψαχνε για τη μάνα του, η οποία ούτε και βρέθηκε πουθενά. Πλησιάσαμε στο σπίτι του Μάλλιου. Εκεί ήταν ένα πηγάδι. Δίπλα υπήρχε ένα πεζούλι όπου είχαν βάλει κάπου εφτά – οχτώ άτομα, μπορεί και δέκα, και τους σκότωσαν. Έστησαν το πολυβόλο στα είκοσι μέτρα, τριάντα το πολύ, και τους εκτέλεσαν. Μου έκανε εντύπωση, τους έβλεπες να είναι ακουμπισμένοι ο ένας πάνω στο άλλον, κεφάλι με κεφάλι, ανάλογα πώς έγειραν όταν τους σκότωναν. Οι κάλυκες ήταν ένας σωρός. Όλοι αυτοί ήταν στο γάμο. Τα σπίτια καίγονταν, δεν μπορούσες να πλησιάσεις. Μετά από λίγο ακούστηκε «Γερμανοί – Γερμανοί». Ήταν διάφοροι ξένοι που ήθελαν να μας φοβίσουν για ν’ αρπάξουν. Φοβηθήκαμε και βγήκαμε έξω απ’ το χωριό, περάσαμε το ποτάμι και βρεθήκαμε με άλλους χωριανούς, αλλά λες και ήμασταν με άγνωστους, εγώ τον πατέρα μου τον είχα για σκοτωμένο, αλλά εκείνος ήξερε ότι εγώ ζω, του είπε η Χριστινούλα. Εν τω μεταξύ αυτός, αφού έθαψε τους δικούς μας, έψαξε να με βρει. Αλλά εγώ ήμουν χαμένος. Έζησα περιπλανώμενος στα διβάρια κι έτρωγα βατόμουρα για να μπορέσω να ζήσω. Κοιμόμασταν όπου να ’ναι σκεπασμένοι μ’ ένα αντίσκηνο. Ύστερα από δέκα – δώδεκα μέρες με βρήκε ο πατέρας μου. Στο σπίτι μου γύρισα μετά από δέκα μέρες. Τι σπίτι; καμένα όλα. Ο πατέρας μου έζησε ενάμισι χρόνο. Πέθανε από στενοχώρια.